οπαλίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οπαλίνα | οι | οπαλίνες |
γενική | της | οπαλίνας | των | (οπαλινών) |
αιτιατική | την | οπαλίνα | τις | οπαλίνες |
κλητική | οπαλίνα | οπαλίνες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οπαλίνα θηλυκό
- είδος αδιαφανούς διακοσμητικού γυαλιού που μοιάζει με οπάλιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ οπαλίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας