Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οπαδιλίκι τα οπαδιλίκια
      γενική του οπαδιλικιού των οπαδιλικιών
    αιτιατική το οπαδιλίκι τα οπαδιλίκια
     κλητική οπαδιλίκι οπαδιλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπαδιλίκι < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπαδιλίκι ουδέτερο

  • τυφλή αφοσίωση οπαδών σε μια ομάδα
    ※  «Δεν θέλω να πουλήσω οπαδιλίκι, αλλά μόλις φόρεσα τη φανέλα του (ομάδα) ανατρίχιασα» (από αθλητική εφημερίδα, ανακτήθηκε 30/06/2022)

  Μεταφράσεις επεξεργασία