οξυκέρασος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οξυκέρασος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ksiˈce.ɾa.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ξυ‐κέ‐ρα‐σος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοξυκέρασος θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία οξυκέρασος
→ δείτε τη λέξη βυσσινιά |