οξυά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οξυά | οι | οξυές |
γενική | της | οξυάς | των | οξυών |
αιτιατική | την | οξυά | τις | οξυές |
κλητική | οξυά | οξυές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οξυά < αρχαία ελληνική ὀξύα
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οξυά θηλυκό
- άλλη μορφή του οξιά
Σημειώσεις επεξεργασία
- και οι δύο μορφές (οξυά και οξιά) θεωρούνται ετυμολογικά σωστές
Μεταφράσεις επεξεργασία
οξυά
→ δείτε τη λέξη οξιά |