Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ονυχομαντεία οι ονυχομαντείες
      γενική της ονυχομαντείας των ονυχομαντειών
    αιτιατική την ονυχομαντεία τις ονυχομαντείες
     κλητική ονυχομαντεία ονυχομαντείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ονυχομαντεία < μαρτυρείται από το 1815: ὀνυχομαντεία. Μορφολογικά, ονυχο- + μαντεία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ονυχομαντεία θηλυκό

  • μαντεία με τη παρατήρηση των νυχιών (του σχήματος, των κηλίδων πάνω τους)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία