↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ονυχογρύπωση οι ονυχογρυπώσεις
      γενική της ονυχογρύπωσης* των ονυχογρυπώσεων
    αιτιατική την ονυχογρύπωση τις ονυχογρυπώσεις
     κλητική ονυχογρύπωση ονυχογρυπώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ονυχογρυπώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ονυχογρύπωση < ονυχο- + γρύπ(ας) + -ωση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ονυχογρύπωση θηλυκό [1]

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ονυχογρύπωση — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)