οντουλέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οντουλέ < (οπτικό δάνειο) γαλλική ondulé [1] → δείτε τη γαλλική λέξη onde, τη λατινική unda (κύμα).
- Και ουσιαστικοποιημένο.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /on.duˈle/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ντου‐λέ
Επίθετο
επεξεργασίαοντουλέ άκλιτο
- κυματιστός
- με αυλακώσεις, γκοφρέ
- → δείτε και το #Ουσιαστικό
- (παρωχημένο, κομμωτική, για χτένισμα) κατσαρός, κατσαρωμένος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οντουλέ
|
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοντουλέ ουδέτερο άκλιτο [2]
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ οντουλέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ οντουλέ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)