οντουλάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /on.duˈla.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ντου‐λά‐ρω
Ρήμα
επεξεργασίαοντουλάρω, αόρ.: οντουλάρισα, παθ.φωνή: οντουλάρομαι, π.αόρ.: οντουλαρίστηκα, μτχ.π.π.: οντουλαρισμένος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- (κομμωτική, λαϊκότροπο) δίνω κυματοειδή μορφή στα μαλλιά, κατσαρώνω, σγουρώνω
- ※ όταν τα μαλλιά σου οντουλάρεις, είσαι ψεύτης κατεργάρης, στον καθρέφτη όλο κοιτάζεις και φερμάρεις (Στίχοι τραγουδιού[1])
- ※ τα μαύρα τα μαλλάκια σου πηγαίνεις κι οντουλάρεις
- Στίχος από το ρεμπέτικο τραγούδι «Η Αριστοκράτισσα» (1937). Στίχοι: Γιώργος Πετροπουλέας. Μουσική: Δημήτρης Σέμσης.
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οντουλάρω
→ δείτε τη λέξη κατσαρώνω |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. φερμάρω pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'φερμάρω'.