ομφαλόρροια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομφαλόρροια < ομφαλ(ος) + -ο- + -ρροια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομφαλόρροια θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομφαλόρροια
|