ομοτυπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομοτυπία < ελληνιστική κοινή ὁμοτυπία < ὁμότυπος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομοτυπία θηλυκό
- άλλη μορφή του ομοιοτυπία
Συγγενικά
επεξεργασία- ομότυπος
- ομοτυπικός
- → δείτε τις λέξεις ομού και τύπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομοτυπία
|