ομορρυθμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομορρυθμία < ελληνιστική κοινή ὁμορυθμία < ὁμόρρυθμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομορρυθμία θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του ομόρρυθμου
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομορρυθμία
|