ομοεθνικισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομοεθνικισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομοεθνικισμός αρσενικό
- η ευνοϊκή συσχέτιση μεταξύ μιας εθνικιστικής ιδεολογίας και των εκπροσώπων του ΛΟΑΤ ή των δικαιωμάτων τους
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομοεθνικισμός