ΛΟΑΤ
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ΛΟΑΤ < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική LGBT
Συντομομορφή επεξεργασία
ΛΟΑΤ ουδέτερο στον πληθυντικό ακρωνύμιο
- Λεσβιακά Ομοφυλόφιλα Αμφισεξουαλικά και Τρανσεξουαλικά άτομα