↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομοδικία οι ομοδικίες
      γενική της ομοδικίας των ομοδικιών
    αιτιατική την ομοδικία τις ομοδικίες
     κλητική ομοδικία ομοδικίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ομοδικία < ομο- + -δικία, (μαρτυρείται από το 1833)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.mo.ðiˈci.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μο‐δι‐κί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ομοδικία θηλυκό

  • (νομικός όρος) η άσκηση αγωγής ενός κατηγορουμένου από πολλά άτομα ή η μήνυση πολλαπλών ανθρώπων και εταιρικών σωμάτων από το κοινό
    ⮡  η ενοικιαστής μιας μεζονέτας αφού παραλίγο να αφήσει την τελευταία του πνοή από τον σοβά που έπεσε από την οροφή, κατέθεσε ομοδικία προς τον ένοικο, τον εργολάβο, και τον αρχιτέκτονα της πολυκατοικίας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)