Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ολοκρατία οι ολοκρατίες
      γενική της ολοκρατίας των ολοκρατιών
    αιτιατική την ολοκρατία τις ολοκρατίες
     κλητική ολοκρατία ολοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολοκρατία < όλο + -κρατία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ολοκρατία θηλυκό

  • σύστημα διοίκησης και οργάνωσης στο οποίο η εξουσία λήψης αποφάσεων κατανέμεται οριζόντια και όχι ιεραρχικά

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία