οκνιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οκνιά | οι | οκνιές |
γενική | της | οκνιάς | των | οκνιών |
αιτιατική | την | οκνιά | τις | οκνιές |
κλητική | οκνιά | οκνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οκνιά < μεσαιωνική ελληνική ὀκνία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οκνιά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
οκνιά
|