οκαπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οκαπία | οι | οκαπίες |
γενική | της | οκαπίας | των | οκαπίων |
αιτιατική | την | οκαπία | τις | οκαπίες |
κλητική | οκαπία | οκαπίες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οκαπία < οκάπι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.kaˈpi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐κα‐πί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοκαπία θηλυκό και οκάπι
- (θηλαστικό ζώο) το οκάπι
Μεταφράσεις
επεξεργασία οκαπία
→ δείτε τη λέξη οκάπι |