οκάπι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οκάπι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οκάπι ουδέτερο άκλιτο και οκαπία και οκάπια
- (θηλαστικό ζώο) αρτιοδάκτυλο θηλαστικό, συγγενές με την καμηλοπάρδαλη
οκάπι ουδέτερο άκλιτο και οκαπία και οκάπια