Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οικοσοσιαλισμός οι οικοσοσιαλισμοί
      γενική του οικοσοσιαλισμού των οικοσοσιαλισμών
    αιτιατική τον οικοσοσιαλισμό τους οικοσοσιαλισμούς
     κλητική οικοσοσιαλισμέ οικοσοσιαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικοσοσιαλισμός < οικο- + σοσιαλισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οικοσοσιαλισμός αρσενικό

  • πολιτική ιδεολογία που συγχωνεύει τις ιδεολογίες του σοσιαλισμού με εκείνες της πράσινης πολιτικής, της οικολογίας και της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης ή αντι-παγκοσμιοποίησης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία