οικοπροστασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οικοπροστασία | οι | οικοπροστασίες |
γενική | της | οικοπροστασίας | των | οικοπροστασιών |
αιτιατική | την | οικοπροστασία | τις | οικοπροστασίες |
κλητική | οικοπροστασία | οικοπροστασίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οικοπροστασία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οικοπροστασία θηλυκό
- η προστασία και η διατήρηση του περιβάλλοντος
Μεταφράσεις επεξεργασία
οικοπροστασία