↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικοκαινοτομία οι οικοκαινοτομίες
      γενική της οικοκαινοτομίας των οικοκαινοτομιών
    αιτιατική την οικοκαινοτομία τις οικοκαινοτομίες
     κλητική οικοκαινοτομία οικοκαινοτομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οικοκαινοτομία < οικο(ς) + καινοτομία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οικοκαινοτομία θηλυκό

  • καινοτομία που έχει σχέση με / ευνοεί την οικολογία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία