οικοκαινοτομία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οικοκαινοτομία < οικο(ς) + καινοτομία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οικοκαινοτομία θηλυκό
- καινοτομία που έχει σχέση με / ευνοεί την οικολογία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οικοκαινοτομία
|