ογκόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ογκόμετρο | τα | ογκόμετρα |
γενική | του | ογκόμετρου & ογκομέτρου |
των | ογκόμετρων & ογκομέτρων |
αιτιατική | το | ογκόμετρο | τα | ογκόμετρα |
κλητική | ογκόμετρο | ογκόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαογκόμετρο ουδέτερο
- Όργανο που υπολογίζει τον όγκο ενός στερεού σώματος.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ογκόμετρο
|