ξώφυλλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξώφυλλο | τα | ξώφυλλα |
γενική | του | ξώφυλλου | των | ξώφυλλων |
αιτιατική | το | ξώφυλλο | τα | ξώφυλλα |
κλητική | ξώφυλλο | ξώφυλλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξώφυλλο < εξώφυλλον
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξώφυλλο ουδέτερο
- το εξώφυλλο