Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξυλεμπόριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ξυλεμπόρι
ο
τα
ξυλεμπόρι
α
γενική
του
ξυλεμπορί
ου
&
ξυλεμπόρι
ου
των
ξυλεμπορί
ων
αιτιατική
το
ξυλεμπόρι
ο
τα
ξυλεμπόρι
α
κλητική
ξυλεμπόρι
ο
ξυλεμπόρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξυλεμπόριο
<
ξύλ(ο)
+
-εμπόριο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξυλεμπόριο
ουδέτερο
το
εμπόριο
ξυλείας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξυλεμπόριο