↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξινόχοντρος οι ξινόχοντροι
      γενική του ξινόχοντρου των ξινόχοντρων
    αιτιατική τον ξινόχοντρο τους ξινόχοντρους
     κλητική ξινόχοντρε ξινόχοντροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξινόχοντρος < ξυνός + χοντρός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξινόχοντρος αρσενικό

  • χαρακτηρισμός τραχανά, ο οποίος φτιάχνεται από ξυνισμένο γάλα και σιτάρι. Χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, αλλά και ως επίθετο. Στην Κρήτη, εναλλακτικός τύπος τραχανά είναι ο γαλόχοντρος (που φτιάχνεται με φρέσκο γάλα).

  Μεταφράσεις

επεξεργασία