ξινοτυρίλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξινοτυρίλα | οι | ξινοτυρίλες |
γενική | της | ξινοτυρίλας | — | |
αιτιατική | την | ξινοτυρίλα | τις | ξινοτυρίλες |
κλητική | ξινοτυρίλα | ξινοτυρίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαξινοτυρίλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξινοτυρίλα
|