ξιμαυλιάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξιμαυλιάρα | οι | ξιμαυλιάρες |
γενική | της | ξιμαυλιάρας | — | |
αιτιατική | την | ξιμαυλιάρα | τις | ξιμαυλιάρες |
κλητική | ξιμαυλιάρα | ξιμαυλιάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξιμαυλιάρα < ξιμαυλ(ίζου) + -ιάρα[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kse.maˈvʎa.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξι‐μαυ‐λιά‐ρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξιμαυλιάρα θηλυκό
- (ιδιωματικό) αυτή που ξεσηκώνει
Δείτε επίσης επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 228.