Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεψυχισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ξεψυχισμ
ός
οι
ξεψυχισμ
οί
γενική
του
ξεψυχισμ
ού
των
ξεψυχισμ
ών
αιτιατική
τον
ξεψυχισμ
ό
τους
ξεψυχισμ
ούς
κλητική
ξεψυχισμ
έ
ξεψυχισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεψυχισμός
<
ξεψυχώ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξεψυχισμός
αρσενικό
το
ξεψύχισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεψυχισμός
ξεψύχισμα