Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεφλούδισμα τα ξεφλουδίσματα
      γενική του ξεφλουδίσματος των ξεφλουδισμάτων
    αιτιατική το ξεφλούδισμα τα ξεφλουδίσματα
     κλητική ξεφλούδισμα ξεφλουδίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεφλούδισμα < ξεφλουδίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεφλούδισμα ουδέτερο

  1. η αποφλοίωση ενός φρούτου ή η φθορά ενός τοίχου
  2. η απώλεια επιφανειακών κυττάρων του δέρματος από την έκθεση στον ήλιο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία