ξεφλούδισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεφλούδισμα < ξεφλουδίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεφλούδισμα ουδέτερο
- η αποφλοίωση ενός φρούτου ή η φθορά ενός τοίχου
- η απώλεια επιφανειακών κυττάρων του δέρματος από την έκθεση στον ήλιο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξεφλούδισμα
|