Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεσκόλισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ξεσκόλισμα
τα
ξεσκολίσμα
τ
α
γενική
του
ξεσκολίσμα
τ
ος
των
ξεσκολισμά
τ
ων
αιτιατική
το
ξεσκόλισμα
τα
ξεσκολίσμα
τ
α
κλητική
ξεσκόλισμα
ξεσκολίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεσκόλισμα
<
ξεσκολίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξεσκόλισμα
ουδέτερο
η
αποφοίτηση
από ένα
σχολείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεσκόλισμα