ξεπόρτισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεπόρτισμα < ξεπορτίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεπόρτισμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η έξοδος από το σπίτι για τρόπο διασκέδασης που συνήθως δεν εγκρίνουν όσοι μένουν μέσα στο σπίτι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεπόρτισμα