Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεπόρτισμα τα ξεπορτίσματα
      γενική του ξεπορτίσματος των ξεπορτισμάτων
    αιτιατική το ξεπόρτισμα τα ξεπορτίσματα
     κλητική ξεπόρτισμα ξεπορτίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεπόρτισμα < ξεπορτίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεπόρτισμα ουδέτερο

  • (λαϊκότροπο) η έξοδος από το σπίτι για τρόπο διασκέδασης που συνήθως δεν εγκρίνουν όσοι μένουν μέσα στο σπίτι

  Μεταφράσεις επεξεργασία