Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεπροβάδισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ξεπροβάδισμα
τα
ξεπροβαδίσμα
τ
α
γενική
του
ξεπροβαδίσμα
τ
ος
των
ξεπροβαδισμά
τ
ων
αιτιατική
το
ξεπροβάδισμα
τα
ξεπροβαδίσμα
τ
α
κλητική
ξεπροβάδισμα
ξεπροβαδίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεπροβάδισμα
<
ξεπροβοδίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξεπροβάδισμα
ουδέτερο
το
ξεπροβόδισμα
→
δείτε
τη λέξη
ξεπροβόδισμα