Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξενηλάτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ξενηλάτ
ης
οι
ξενηλάτ
ες
γενική
του
ξενηλάτ
η
των
ξενηλατ
ών
αιτιατική
τον
ξενηλάτ
η
τους
ξενηλάτ
ες
κλητική
ξενηλάτ
η
ξενηλάτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξενηλάτης
<
αρχαία ελληνική
ξενηλατ(ῶ)
+
-ης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξενηλάτης
αρσενικό
αυτός που πραγματοποιεί
ξενηλασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξενηλάτης