Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξενέρισμα τα ξενερίσματα
      γενική του ξενερίσματος των ξενερισμάτων
    αιτιατική το ξενέρισμα τα ξενερίσματα
     κλητική ξενέρισμα ξενερίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενέρισμα < ξενερίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξενέρισμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξενερίζω
  2. (ναυτικός όρος): η μερική ανάδυση, ιδίως της έλικας πλοίου, όταν εξέχει της επιφάνειας της θάλασσας είτε λόγω κυματισμού, είτε μετά από ξεσαβούρωμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία