↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεμπρόστιασμα τα ξεμπροστιάσματα
      γενική του ξεμπροστιάσματος των ξεμπροστιασμάτων
    αιτιατική το ξεμπρόστιασμα τα ξεμπροστιάσματα
     κλητική ξεμπρόστιασμα ξεμπροστιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεμπρόστιασμα < ξεμπροστιάζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξεμπρόστιασμα ουδέτερο

  • η έκθεση κάποιου υπεύθυνου για κάτι αρνητικό, η αποκάλυψή του από εκεί που ήταν κρυμμένος, από τις πίσω γραμμές όπου προσπαθούσε να περάσει απαρατήρητος πίσω από άλλους, η στοιχειοθετημένη καταγγελία για τις ευθύνες του μπροστά σε άλλους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία