ξεμπρόστιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεμπρόστιασμα < ξεμπροστιάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεμπρόστιασμα ουδέτερο
- η έκθεση κάποιου υπεύθυνου για κάτι αρνητικό, η αποκάλυψή του από εκεί που ήταν κρυμμένος, από τις πίσω γραμμές όπου προσπαθούσε να περάσει απαρατήρητος πίσω από άλλους, η στοιχειοθετημένη καταγγελία για τις ευθύνες του μπροστά σε άλλους
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεμπρόστιασμα
|