ξεμπροστιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεμπροστιάζω
- αποκαλύπτω κάτι που έχει κάνει κάποιος, παρουσία άλλων ατόμων, με σκοπό να τον αποδοκιμάσω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεμπροστιάζω | ξεμπρόστιαζα | θα ξεμπροστιάζω | να ξεμπροστιάζω | ξεμπροστιάζοντας | |
β' ενικ. | ξεμπροστιάζεις | ξεμπρόστιαζες | θα ξεμπροστιάζεις | να ξεμπροστιάζεις | ξεμπρόστιαζε | |
γ' ενικ. | ξεμπροστιάζει | ξεμπρόστιαζε | θα ξεμπροστιάζει | να ξεμπροστιάζει | ||
α' πληθ. | ξεμπροστιάζουμε | ξεμπροστιάζαμε | θα ξεμπροστιάζουμε | να ξεμπροστιάζουμε | ||
β' πληθ. | ξεμπροστιάζετε | ξεμπροστιάζατε | θα ξεμπροστιάζετε | να ξεμπροστιάζετε | ξεμπροστιάζετε | |
γ' πληθ. | ξεμπροστιάζουν(ε) | ξεμπρόστιαζαν ξεμπροστιάζαν(ε) |
θα ξεμπροστιάζουν(ε) | να ξεμπροστιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεμπρόστιασα | θα ξεμπροστιάσω | να ξεμπροστιάσω | ξεμπροστιάσει | ||
β' ενικ. | ξεμπρόστιασες | θα ξεμπροστιάσεις | να ξεμπροστιάσεις | ξεμπρόστιασε | ||
γ' ενικ. | ξεμπρόστιασε | θα ξεμπροστιάσει | να ξεμπροστιάσει | |||
α' πληθ. | ξεμπροστιάσαμε | θα ξεμπροστιάσουμε | να ξεμπροστιάσουμε | |||
β' πληθ. | ξεμπροστιάσατε | θα ξεμπροστιάσετε | να ξεμπροστιάσετε | ξεμπροστιάστε | ||
γ' πληθ. | ξεμπρόστιασαν ξεμπροστιάσαν(ε) |
θα ξεμπροστιάσουν(ε) | να ξεμπροστιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεμπροστιάσει | είχα ξεμπροστιάσει | θα έχω ξεμπροστιάσει | να έχω ξεμπροστιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεμπροστιάσει | είχες ξεμπροστιάσει | θα έχεις ξεμπροστιάσει | να έχεις ξεμπροστιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεμπροστιάσει | είχε ξεμπροστιάσει | θα έχει ξεμπροστιάσει | να έχει ξεμπροστιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεμπροστιάσει | είχαμε ξεμπροστιάσει | θα έχουμε ξεμπροστιάσει | να έχουμε ξεμπροστιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεμπροστιάσει | είχατε ξεμπροστιάσει | θα έχετε ξεμπροστιάσει | να έχετε ξεμπροστιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεμπροστιάσει | είχαν ξεμπροστιάσει | θα έχουν ξεμπροστιάσει | να έχουν ξεμπροστιάσει |
|