Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεμπροστιάζω < ξε- + μπροστά

ξεμπροστιάζω

  • αποκαλύπτω κάτι που έχει κάνει κάποιος, παρουσία άλλων ατόμων, με σκοπό να τον αποδοκιμάσω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία