Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεμπροστιάζω < ξε- + μπροστά

  Ρήμα επεξεργασία

ξεμπροστιάζω

  • αποκαλύπτω κάτι που έχει κάνει κάποιος, παρουσία άλλων ατόμων, με σκοπό να τον αποδοκιμάσω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία