Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεμαυλιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ξεμαυλιστ
ής
οι
ξεμαυλιστ
ές
γενική
του
ξεμαυλιστ
ή
των
ξεμαυλιστ
ών
αιτιατική
τον
ξεμαυλιστ
ή
τους
ξεμαυλιστ
ές
κλητική
ξεμαυλιστ
ή
ξεμαυλιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεμαυλιστής
<
ξεμαυλ(ίζω)
+
-ιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξεμαυλιστής
αρσενικό
(
θηλυκό
ξεμαυλίστρα
)
(
λαϊκότροπο
,
παρωχημένο
) ο
εκμαυλιστής