Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξελέπισμα τα ξελεπίσματα
      γενική του ξελεπίσματος των ξελεπισμάτων
    αιτιατική το ξελέπισμα τα ξελεπίσματα
     κλητική ξελέπισμα ξελεπίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ξελέπισμα ψαριού

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξελέπισμα < ξελεπίζω + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξελέπισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία