Γυναίκα ξελεπίζει ψάρια, αγνώστου καλλιτέχνη (17ος αι.)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξελεπίζω < αρχαία ελληνική ἐκλεπίζω

ξελεπίζω

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία