ξελεπίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξελεπίζω < αρχαία ελληνική ἐκλεπίζω
Ρήμα
επεξεργασίαξελεπίζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξελεπίζω | ξελέπιζα | θα ξελεπίζω | να ξελεπίζω | ξελεπίζοντας | |
β' ενικ. | ξελεπίζεις | ξελέπιζες | θα ξελεπίζεις | να ξελεπίζεις | ξελέπιζε | |
γ' ενικ. | ξελεπίζει | ξελέπιζε | θα ξελεπίζει | να ξελεπίζει | ||
α' πληθ. | ξελεπίζουμε | ξελεπίζαμε | θα ξελεπίζουμε | να ξελεπίζουμε | ||
β' πληθ. | ξελεπίζετε | ξελεπίζατε | θα ξελεπίζετε | να ξελεπίζετε | ξελεπίζετε | |
γ' πληθ. | ξελεπίζουν(ε) | ξελέπιζαν ξελεπίζαν(ε) |
θα ξελεπίζουν(ε) | να ξελεπίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξελέπισα | θα ξελεπίσω | να ξελεπίσω | ξελεπίσει | ||
β' ενικ. | ξελέπισες | θα ξελεπίσεις | να ξελεπίσεις | ξελέπισε | ||
γ' ενικ. | ξελέπισε | θα ξελεπίσει | να ξελεπίσει | |||
α' πληθ. | ξελεπίσαμε | θα ξελεπίσουμε | να ξελεπίσουμε | |||
β' πληθ. | ξελεπίσατε | θα ξελεπίσετε | να ξελεπίσετε | ξελεπίστε | ||
γ' πληθ. | ξελέπισαν ξελεπίσαν(ε) |
θα ξελεπίσουν(ε) | να ξελεπίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξελεπίσει | είχα ξελεπίσει | θα έχω ξελεπίσει | να έχω ξελεπίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξελεπίσει | είχες ξελεπίσει | θα έχεις ξελεπίσει | να έχεις ξελεπίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξελεπίσει | είχε ξελεπίσει | θα έχει ξελεπίσει | να έχει ξελεπίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξελεπίσει | είχαμε ξελεπίσει | θα έχουμε ξελεπίσει | να έχουμε ξελεπίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξελεπίσει | είχατε ξελεπίσει | θα έχετε ξελεπίσει | να έχετε ξελεπίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξελεπίσει | είχαν ξελεπίσει | θα έχουν ξελεπίσει | να έχουν ξελεπίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξελεπίζω
|