ξελεπιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξελεπιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαξελεπιάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξελεπιάζω | ξελέπιαζα | θα ξελεπιάζω | να ξελεπιάζω | ξελεπιάζοντας | |
β' ενικ. | ξελεπιάζεις | ξελέπιαζες | θα ξελεπιάζεις | να ξελεπιάζεις | ξελέπιαζε | |
γ' ενικ. | ξελεπιάζει | ξελέπιαζε | θα ξελεπιάζει | να ξελεπιάζει | ||
α' πληθ. | ξελεπιάζουμε | ξελεπιάζαμε | θα ξελεπιάζουμε | να ξελεπιάζουμε | ||
β' πληθ. | ξελεπιάζετε | ξελεπιάζατε | θα ξελεπιάζετε | να ξελεπιάζετε | ξελεπιάζετε | |
γ' πληθ. | ξελεπιάζουν(ε) | ξελέπιαζαν ξελεπιάζαν(ε) |
θα ξελεπιάζουν(ε) | να ξελεπιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξελέπιασα | θα ξελεπιάσω | να ξελεπιάσω | ξελεπιάσει | ||
β' ενικ. | ξελέπιασες | θα ξελεπιάσεις | να ξελεπιάσεις | ξελέπιασε | ||
γ' ενικ. | ξελέπιασε | θα ξελεπιάσει | να ξελεπιάσει | |||
α' πληθ. | ξελεπιάσαμε | θα ξελεπιάσουμε | να ξελεπιάσουμε | |||
β' πληθ. | ξελεπιάσατε | θα ξελεπιάσετε | να ξελεπιάσετε | ξελεπιάστε | ||
γ' πληθ. | ξελέπιασαν ξελεπιάσαν(ε) |
θα ξελεπιάσουν(ε) | να ξελεπιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξελεπιάσει | είχα ξελεπιάσει | θα έχω ξελεπιάσει | να έχω ξελεπιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξελεπιάσει | είχες ξελεπιάσει | θα έχεις ξελεπιάσει | να έχεις ξελεπιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξελεπιάσει | είχε ξελεπιάσει | θα έχει ξελεπιάσει | να έχει ξελεπιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξελεπιάσει | είχαμε ξελεπιάσει | θα έχουμε ξελεπιάσει | να έχουμε ξελεπιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξελεπιάσει | είχατε ξελεπιάσει | θα έχετε ξελεπιάσει | να έχετε ξελεπιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξελεπιάσει | είχαν ξελεπιάσει | θα έχουν ξελεπιάσει | να έχουν ξελεπιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξελεπιάζω
→ δείτε τη λέξη ξελεπίζω |