ξελάσπωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξελάσπωμα < ξελασπώνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξελάσπωμα ουδέτερο
- καθάρισμα από τις λάσπες
- (μεταφορικά) έξοδος από μία δύσκολη κατάσταση
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξελάσπωμα
|
ξελάσπωμα ουδέτερο
|