Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξελάσπωμα τα ξελασπώματα
      γενική του ξελασπώματος των ξελασπωμάτων
    αιτιατική το ξελάσπωμα τα ξελασπώματα
     κλητική ξελάσπωμα ξελασπώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξελάσπωμα < ξελασπώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξελάσπωμα ουδέτερο

  1. καθάρισμα από τις λάσπες
  2. (μεταφορικά) έξοδος από μία δύσκολη κατάσταση

  Μεταφράσεις επεξεργασία