Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκλώσημα τα ξεκλωσήματα
      γενική του ξεκλωσήματος των ξεκλωσημάτων
    αιτιατική το ξεκλώσημα τα ξεκλωσήματα
     κλητική ξεκλώσημα ξεκλωσήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκλώσημα < ξε- + κλώσημα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεκλώσημα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία