Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκάκιωμα τα ξεκακιώματα
      γενική του ξεκακιώματος των ξεκακιωμάτων
    αιτιατική το ξεκάκιωμα τα ξεκακιώματα
     κλητική ξεκάκιωμα ξεκακιώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκάκιωμα < ξεκακιώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεκάκιωμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία