κάκιωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάκιωμα < κακιώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάκιωμα ουδέτερο (ο πληθ. δεν συνηθίζεται ιδιαίτερα)
- το αποτέλεσμα του κακιώνω, όταν δύο ή περισσότερα άτομα κρατάνε μούτρα ο ένας στον άλλον, αρνούνται να μιλήσουν μεταξύ τους εξαιτίας κάποιας προηγηθείσας διένεξης, το να κρατάει κάποιος κακία σε κάποιον άλλον (αμοιβαία και μη), να είναι πολύ δυσαρεστημένος μαζί του, το ξέκομμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία κάκιωμα
|