Ετυμολογία

επεξεργασία
κακιώνω < κακία

κακιώνω

  • θυμώνω με κάποιον με τον οποίο είχα καλές σχέσεις και του κρατάω κακία, δεν του μιλάω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία