ξεβράκωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεβράκωμα < ξεβρακώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεβράκωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεβρακώνω
- μεταφορικά ο εξευτελισμός
- Τον έχει ξεβρακώσει τον Μάκη, 8 νίκες σερί!
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεβράκωμα
|