↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεβιράρισμα τα ξεβιραρίσματα
      γενική του ξεβιραρίσματος των ξεβιραρισμάτων
    αιτιατική το ξεβιράρισμα τα ξεβιραρίσματα
     κλητική ξεβιράρισμα ξεβιραρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεβιράρισμα < ξεβιράρω, ξεβιραρισ- + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξεβιράρισμα ουδέτερο ('συνήθως στον ενικό)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία