Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξαστόχημα τα ξαστοχήματα
      γενική του ξαστοχήματος των ξαστοχημάτων
    αιτιατική το ξαστόχημα τα ξαστοχήματα
     κλητική ξαστόχημα ξαστοχήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαστόχημα < μεσαιωνική ελληνική ξαστοχῶ < ἐξαστοχῶ < ἀστοχέω-ἀστοχῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξαστόχημα ουδέτερο ( & ξαστοχιά)

  1. το αποτέλεσμα του ξαστοχώ, η αποτυχία στο σημάδι
  2. (μεταφορικά) το ατόπημα, το άστοχο σχόλιο, η άστοχη κίνηση
  3. η παράλειψη

  Μεταφράσεις επεξεργασία