ξαντιμεμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξαντιμεμός < ξαντιμεύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξαντιμεμός αρσενικό
- η ανταμοιβή, η αμοιβή, η ανταπόδοση, η αντίμεψη
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά, Νέα έκδοση συμπληρωμένη από τα κατάλοιπα του συγγραφέα· πρόλογος: Αλκηστις Σουλογιάννη· εισαγωγή: Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου (Αθήνα: ΕΛΙΑ, 1989), σ. 92