ξαγναντευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξαγναντευτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξαγναντευτής αρσενικό
- ο παρατηρητής που βρίσκεται σε ψηλό τόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξαγναντευτής
|
ξαγναντευτής αρσενικό
|